- πυρπόλημα
- -ήματος, τὸ, Α [πυρπολῶ]νυχτερινός πυρσός για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου τής θάλασσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρπολήματα — πυρπόλημα watch fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)